- ἑτοιμότητας
- ἑτοιμότηςreadinessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίπρωρος — κ. πλωρος, η, ο (Α ἀντίπρῳρος, ον) [πρῴρα] νεοελλ. (για άνεμο) αυτός που φυσάει αντίθετα προς την πλώρη του καραβιού αρχ. (για πλοία) 1. αυτά που βρίσκονται αντιμέτωπα μεταξύ τους, πλώρη με πλώρη 2. έτοιμα για ναυμαχία, σε κατάσταση ετοιμότητας 3 … Dictionary of Greek
ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek
φανοκόρος — ο, Ν 1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη 2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και… … Dictionary of Greek
Καραμανλής, Κωνσταντίνος — (Πρώτη Σερρών 1907 – Αθήνα 1998). Πολιτικός, πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1980 85, 1990 95) και πρωθυπουργός (1955 63, 1974 80). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1932 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στις Σέρρες.… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek